πατρονομώ

πατρονομώ
-έω, Α [πατρονόμος]
1. (στην αρχ. Σπάρτη) κατέχω το αξίωμα τού πατρονόμου
2. παθ. πατρονομοῡμαι, -έομαι
βρίσκομαι κάτω από πατρική διοίκηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”